- παντόπτης
- παντόπτηςmasc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παντόπτης — και, δωρ. τ., παντόπτας ό, Α αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + όπτης (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. παν όπτης] … Dictionary of Greek
παντόπτου — παντόπτης masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντόπτ' — παντόπτα , παντόπτης masc voc sg (doric) παντόπτα , παντόπτης masc nom sg (epic doric) παντόπται , παντόπτης masc nom/voc pl (doric) παντόπτᾱͅ , παντόπτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντόπτας — παντόπτᾱς , παντόπτης masc acc pl (doric) παντόπτᾱς , παντόπτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντόπτᾳ — παντόπται , παντόπτης masc nom/voc pl (doric) παντόπτᾱͅ , παντόπτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьсевидьць — ВЬСЕВИДЬЦ|Ь (2*), А с. Тот, который все видит: б҃ъ всевидець. и вседержитель створивыи всѩ словомь. СбЧуд XIV, 288а; незабытливъ бо е(с) и всевидець. безначаленъ не созданъ. ГБ XIV, 54а; παντόπτης Вост., I, 75 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek